αρχαιογονος

αρχαιογονος
    ἀρχαιόγονος
    ἀρχαιό-γονος
    2
    1) старинного происхождения, древний
    

(Ἐρεχθεΐδαι Soph.)

    2) изначальный, первичный
    

(ἀ. καὴ πρώτη αἰτία Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αρχαιογονος" в других словарях:

  • αρχαιόγονος — ἀρχαιόγονος, ον (Α) αυτός που κατάγεται από αρχαίο γένος …   Dictionary of Greek

  • ἀρχαιόγονος — of ancient race masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιόγονον — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem acc sg ἀρχαιόγονος of ancient race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιογόνου — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιογόνων — ἀρχαιόγονος of ancient race masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαίος — α, ο (AM ἀρχαῑος, α, ον) 1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν 2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα 3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος νεοελλ. ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιογονία — η (Μ ἀρχαιογονία) [αρχαιόγονος] η αρχή κάποιου γένους, η αρχαία καταγωγή …   Dictionary of Greek

  • ՍԿԶԲՆԱԾԻՆ — ( ) NBH 2 0719 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 13c ա. ἁρχίγονος primigenus. Նախծին. զառաջինն ծնեալ կամ ʼիվեր երեւալ. նախկին. առաջին. *Գիտեմ եւ այլ լոյս, որով սկզբնածինն վերացաւ խաւար, եւ կամ հատաւ: Սկզբնածինն լուծաւ խաւար:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»